- δασοφύλακας
- οκατώτερος κρατικός υπάλληλος της δασικής υπηρεσίας που φυλάγει τα δάση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δασοφύλακας — ο κατώτερος υπάλληλος τής δασικής υπηρεσίας, δημόσιας ή ιδιωτικής, επιφορτισμένος με τη φύλαξη τού δάσους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + φύλακας. Η λ. δασοφύλαξ μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλάτου… … Dictionary of Greek
αλσοφύλακας — ( αξ), ο φύλακας άλσους, δασοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. άλσος + φύλαξ ( ακας)] … Dictionary of Greek
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
μπεκτζής — και μπεκτσής και μπιχτσής (Μ μπεκτζής) φύλακας, νυκτοφύλακας μιας ή και περισσότερων οδών σε πόλη νεοελλ. (ιδιωμ.) αγροφύλακας και δασοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bekci] … Dictionary of Greek
υλωρός — ο / ὑλωρός, ΝΑ, και ὑληωρός και ὑληώρης Α (παλ. λόγιος όρος) ο φύλακας τού δάσους, δασοφύλακας αρχ. άρχοντας στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη τών δασών («καλοῡσι δὲ τοὺς ἄρχοντας τούτους, οἱ μὲν ἀγρονόμους, οἱ δὲ ὑλωρούς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
Γκριν, Αλεξάντρ — (Aleksandr Grin, Βιάτκα 1880 – Στάρι Κριμ 1932). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ρώσου συγγραφέα Αλεξάντρ Στεπάνοβιτς Γκρινέφσκι. Ήταν γιος ενός εξόριστου μετά την Πολωνική επανάσταση του 1863, ο οποίος έζησε από τα παιδικά του ακόμα χρόνια μια ζωή όλο … Dictionary of Greek
Κόλας, Γιάκουμπ — (Jakub Kolas, 1882 – 1956). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Λευκορώσου συγγραφέα Κοσταντίν Μιχαήλοβιτς Μίσκιεβιτς (Konstantin Mikhailovich Mitskevich). Υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές της σοβιετικής λογοτεχνίας και θεωρείται ο λαϊκός ποιητής της… … Dictionary of Greek
Μαξίμοφ, Βασίλι Μαξίμοβιτς — (Vasily Maximovich Maximov, Λοπίνο 1844 – Αγία Πετρούπολη 1911). Ρώσος ιμπρεσιονιστής ζωγράφος. Μαθήτευσε σε ιδιωτικό ατελιέ (1855 62) και παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης (1863 66). Από το 1872 ήταν μέλος… … Dictionary of Greek